- χειροδρόπος
- χειρο-δρόπος, ον,A plucking with the hands, Nic.Th.752.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροδρόπος — ον, Α αυτός που κόβει, που μαζεύει σιτηρά ή όσπρια με τα χέρια του χωρίς δρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δροπος (< δρέπω), πρβλ. νεό δροπος] … Dictionary of Greek
χειροδρόποι — χειροδρόπος plucking with the hands masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)